Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



εὐπρεποῦς, τοῦ


Ερμηνεία:

 [εὐπρεπής, -ής, -ές (ο συγυρισμένος, τακτοποιημένος, αξιοπρεπής, κόσμιος, καθωσπρέπει] 

 



Ετυμολογία:

[(Όμηρ.) εὐ (καλώς, καλά) + πρεπής < (Όμηρ.) πρέπω (λάμπω, διαλάμπω)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… μετὰ τοῦ εὐπρεποῦς μαύρου ἱματίου…[Πάσχα Ρωμέϊκο]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: